αδροσύντυχος

αδροσύντυχος
-η, -ο
(στην Κύπρο) αυτός που μιλά μεγαλόφωνα ή οργισμένα, αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδροσυντυχαίνω.
ΠΑΡ. αδροσυντυχιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδροσυντυχιά — η [αδροσύντυχος] (στην Κύπρο) αυθάδης και τολμηρή ομιλία …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”